- χηραμός
- χηραμόςholemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χηραμός — και χαραμός και χειραμός και χηλαμός, ὁ, πληθ. και ετερογενής τ. χηραμά, τὰ, Α 1. τρύπα, κοιλότητα, κοίλωμα, κουφάλα («σφῆκας δαφοινοὺς χηραμῶν ἀνειρύσας», Λυκόφρ.) 2. η λαβή τού ξίφους («εἰς τὸν χηραμὸν τῆς κώπης ἀνέδραμε, μόνην δὲ καταλείπει… … Dictionary of Greek
χηραμοῖς — χηραμός hole masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηραμοί — χηραμός hole masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηραμοῦ — χηραμός hole masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηραμούς — χηραμός hole masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηραμῶν — χηραμός hole masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηραμῷ — χηραμός hole masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηραμόν — χηραμός hole masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηραμών — ῶνος, ὁ, Α χηραμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επεκταμένο, για μετρικούς λόγους, τ. τής λ. χηραμός* ο οποίος απαντά στη δοτ. πληθ. χηραμόνεσσιν] … Dictionary of Greek
хоромы — мн., хоромина, диал. хорома крыша , олонецк. (Кулик.), хоромщик плотник , укр. хором коридор , хороми мн. сени , хорома, хоромина хоромы, дом , др. русск. хоромъ (еще в XVII в.; см. Соболевский, Лекции 211 и сл.), ст. слав. храмъ ναός, οἰκία,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера